- σιδηροπηγή
- η железистый источник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιδηροπηγή — η, Ν συν. στον πληθ. οι σιδηροπηγές γεωλ. κατηγορία σιδηρούχων ιαματικών πηγών, το νερό τών οποίων περιέχει άφθονα θειικά ιόντα και ελάχιστα ή και καθόλου υδροανθρακικά ιόντα, αλλ. πηγές θειικού σιδήρου … Dictionary of Greek